- εφησυχάζω
- αμετ. быть спокойным, успокаиваться;
δεν εφησυχάζω επί των επιτυχιών — не успокаиваться на достигнутом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δεν εφησυχάζω επί των επιτυχιών — не успокаиваться на достигнутом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφησυχάζω — εφησυχάζω, εφησύχασα, εφησυχασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εφησυχάζω — (ΑΜ ἐφησυχάζω) [ἡσυχάζω] αναπαύομαι από τους κόπους, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω, ησυχάζω νεοελλ. 1. επαναπαύομαι, εμπιστεύομαι, επαφίεμαι, ξεθαρρεύομαι 2. αμελώ, παραμελώ νεοελλ. μσν. ησυχάζω ψυχικά για κάτι, παύω ν ανησυχώ μσν. αποσύρομαι σε μονή… … Dictionary of Greek
εφησυχάζω — εφησύχασα, εφησυχασμένος, δεν ανησυχώ, επαναπαύομαι: Εφησυχάζεις με τη σκέψη πως δεν έκανες τίποτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφησυχάζῃ — ἐφησυχάζω remain quiet pres subj mp 2nd sg ἐφησυχάζω remain quiet pres ind mp 2nd sg ἐφησυχάζω remain quiet pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφησυχάσει — ἐφησυχάζω remain quiet aor subj act 3rd sg (epic) ἐφησυχάζω remain quiet fut ind mid 2nd sg ἐφησυχάζω remain quiet fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφησυχάσω — ἐφησυχάζω remain quiet aor subj act 1st sg ἐφησυχάζω remain quiet fut ind act 1st sg ἐφησυχάζω remain quiet aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφησυχάσῃ — ἐφησυχάζω remain quiet aor subj mid 2nd sg ἐφησυχάζω remain quiet aor subj act 3rd sg ἐφησυχάζω remain quiet fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφησυχαζόντων — ἐφησυχάζω remain quiet pres part act masc/neut gen pl ἐφησυχάζω remain quiet pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφησυχασάντων — ἐφησυχάζω remain quiet aor part act masc/neut gen pl ἐφησυχάζω remain quiet aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφησυχάζει — ἐφησυχάζω remain quiet pres ind mp 2nd sg ἐφησυχάζω remain quiet pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφησυχάζον — ἐφησυχάζω remain quiet pres part act masc voc sg ἐφησυχάζω remain quiet pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)